ἐκπονήσῃ

ἐκπονήσῃ
ἐκπονέω
work out
aor subj mid 2nd sg
ἐκπονέω
work out
aor subj act 3rd sg
ἐκπονέω
work out
fut ind mid 2nd sg
ἐκπονέω
work out
aor subj mid 2nd sg
ἐκπονέω
work out
aor subj act 3rd sg
ἐκπονέω
work out
fut ind mid 2nd sg
ἐκπονέω
work out
aor subj mp 2nd sg
ἐκπονέω
work out
fut ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκπόνηση — η 1. εκτέλεση έργου με επιμέλεια, επεξεργασία με κόπο, φτιάξιμο: Η εκπόνηση του αρχιτεκτονικού σχεδίου έγινε από τον Α. 2. εξάσκηση σε κάτι, προπόνηση, εκγύμναση: Εκπόνηση αθλητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπόνηση — η 1. η εκτέλεση έργου με κόπο και φροντίδα («εκπόνηση μελέτης, διατριβής κ.λπ.») 2. εξάσκηση, προπόνηση …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • προεκπονώ — έω, Α εκπονώ, ολοκληρώνω την εκπόνηση, αποτελειώνω προηγουμένως κάτι …   Dictionary of Greek

  • αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Αλέσι, Γκαλεάτσο — (Galeazzo Alessi, Περούτζια 1512; – 1572). Ιταλός αρχιτέκτονας. Διδάχτηκε σχέδιο από τον ζωγράφο και αρχιτέκτονα Ιωάννη Καποράλι και αργότερα μαθήτευσε στο εργαστήριο του φίλου του Μιχαήλ Άγγελου, του οποίου η επίδραση στα έργα του A. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρι, Μπενεντέτο — (Benedetto Alfieri, Ρώμη 1700 – Τορίνο 1767). Ιταλός αρχιτέκτονας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη μέχρι το 1722, όταν αποφάσισε να μετακομίσει στο Πεδεμόντιο, όπου αρχικά εργάστηκε στο Άστι και το 1730 εκπόνησε τα σχέδια του νομαρχιακού μεγάρου… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Γέλτσιν, Μπόρις Νικολάγεβιτς — (Boris Nikolayevich Yeltsin, Σβερντλόφσκ 1931 –). Ρώσος πολιτικός, πρόεδρος της Ρωσίας (1991 99). Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πολυτεχνείο, εργάστηκε στον τομέα των κατασκευών (1955 68). Το 1961 έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”